- Μενέλεῳ
- Μενέλεῳ̆ , ΜενέλαοςAbiding-menmasc nom pl (attic epic ionic)Μενέλεῳ̆ , ΜενέλαοςAbiding-menmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μενέλεω — Μενέλεω̆ , Μενέλαος Abiding men masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μενέλεωι — Μενέλεῳ̆ , Μενέλαος Abiding men masc nom pl (attic epic ionic) Μενέλεῳ̆ , Μενέλαος Abiding men masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μενέλεως — Μενέλεω̆ς , Μενέλαος Abiding men masc acc pl (attic epic ionic) Μενέλεω̆ς , Μενέλαος Abiding men masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μενέλεων — Μενέλεω̆ν , Μενέλαος Abiding men masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μενέλεῳς — Μενέλεῳ̆ς , Μενέλαος Abiding men masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
συμπράττω — ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α [πράττω] πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ. γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι … Dictionary of Greek